- εις βάθος
- a fons
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
глоубоко — (12) нар. к глѹбокыи. 1.В 1 знач.: нѣции источници водъ ѿ земныхъ ˫адръ исходѩще. ѡви ѹбо равно с землею истицаю(т)… ѡви же зѣло глубоко. сих же водъ по равну (βαθέως) ЖВИ XIV–XV, 61г. 2. Во 2 знач.: стръганъ бы(с) по ребромъ глѹбоко. и мечи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καλοστοχάζομαι — σκέπτομαι καλά, μελετώ και εξετάζω κάτι με προσοχή, αναλογίζομαι, διανοούμαι εις βάθος … Dictionary of Greek
κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… … Dictionary of Greek
πολυπλασιασμός — ὁ, Α [πολυπλασιάζω] 1. πολλαπλασιασμός 2. σχηματισμός στρατιωτικής παράταξης εις βάθος … Dictionary of Greek
τμήδην — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὅσον ἐπιτεμεῑν καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. βά δην)] … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… … Dictionary of Greek
Μπρέιγ, Aνρί — (Henri Breuil, Μορτέν 1877 – Ιλ Αντάμ 1961). Γάλλος παλαιοεθνολόγος και αβάς. Υπήρξε επιφανής μελετητής στον οποίον οφείλονται οι διαφωτιστικές και εις βάθος έρευνες γύρω από τον πολιτισμό της Παλαιολιθικής εποχής στη Γαλλία και, κυρίως, η… … Dictionary of Greek
Τσερνισέφσκι Νικολάι Γαβρίλοβιτς — (Σαράτοφ 1828 – 1889). Ρώσος φιλόσοφος, οικονομολόγος, λογοτέχνης και πολιτικός. Γιος προοδευτικού ορθόδοξου ιερέα, έπειτα από σοβαρές και εντατικές μελέτες απέκτησε σε νεαρή ακόμα ηλικία πολύπλευρη μόρφωση. Προσανατολίστηκε προς την εγελιανή… … Dictionary of Greek